μεγαλοπαθεια

μεγαλοπαθεια
    μεγαλοπάθεια
    μεγᾰλο-πάθεια
    [πᾰ] ἥ долготерпение, терпеливость Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεγαλοπαθεια" в других словарях:

  • μεγαλοπάθεια — μεγαλοπάθεια, ἡ (Α) μεγάλη υπομονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μεγαλοπαθής] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπάθεια — patience fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπάθειαν — μεγαλοπάθεια patience fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»